My brainy
29 Νοεμβρίου 2021

Έκθεση Γ’ Γυμνασίου | Ενότητα 3η: Eίμαστε όλοι ίδιοι. Eίμαστε όλοι διαφορετικοί | Λεξιλόγιο

brainy

Εκπαιδευτική Ομάδα

στερεότυπο = συμβολικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μέλη μιας ομάδας ανθρώπων και βασίζεται σε γενικεύσεις

π.χ. Τα στερεότυπα που υπογραμμίζουν την κατωτερότητα της χειρωνακτικής εργασίας σε σχέση με την πνευματική, δεν έχουν εκλείψει στην εποχή μας.

προκατάληψη = εκδήλωση εύνοιας ή δυσμένειας, όχι με βάση αντικειμενικά κριτήρια και δεδομένα αλλά προσωπικές συμπάθειες και ατομικά συμφέροντα

π.χ. Η προκατάληψη ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους άντρες δε στηρίζεται σε καμία λογική βάση. Προκατάληψη είναι μια θεωρία, που δε βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα, ούτε σε επιστημονικώς αποδεδειγμένα στοιχεία αλλά σχηματίζεται κυρίως βάσει εμπειριών και στερεοτύπων.

  • Συνώνυμα: μεροληπτικότητα, μεροληψία, προσωποληψία
  • Αντώνυμα: αμεροληψία, απροσωποληψία

μεροληψία = δυσμενής στάση και συμπεριφορά απέναντι σε κάποιο άτομο ή ομάδα, που δε βασίζεται όμως σε εμπειρία την οποία έχουμε ελέγξει κριτικά

π.χ. Κατηγορήθηκε για μεροληψία, ενώ στην πραγματικότητα δεν πήρε το μέρος του άλλου.

  • Συνώνυμα: προκατάληψη, μεροληπτικότητα, προσωποληψία
  • Αντώνυμα: αμεροληψία, απροσωποληψία

σεξισμός = οι διακρίσεις σε βάρος ενός φύλου, συνήθως των γυναικών

π.χ. Ο σεξισμός είναι τόσο διαδεδομένος σε πολλά «ανεπτυγμένα» κράτη που επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής μιας γυναίκας.

  • Συνώνυμα: φαλλοκρατία, ανδροκρατία, αντιφεμινισμός

φυλετισμός = πολιτική φυλετικών διακρίσεων

π.χ. Ο φυλετισμός που επικρατούσε εις βάρος των μαύρων στη Νότια Αφρική ήταν η αιτία εξέγερσής τους.

  • Συνώνυμο: άπαρτχαιντ

ξενοφοβία = έντονη αντιπάθεια για ανθρώπους από ξένες χώρες

π.χ. Η ξενοφοβία έχει την πηγή της στην άγνοια και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν εναντίων των αλλοδαπών.

  • Συνώνυμο: μισοξενία
  • Αντώνυμα: ξενοφιλία, ξενολατρία, ξενομανία

κοινωνικός ρατσισμός = η αντίληψη του χωρισμού των ανθρώπων σε ανώτερους και κατώτερους, «καθαρούς» και «μιάσματα», ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουν

π.χ. Δεν ξέρω αν οφείλεται στην αδιαφορία των ανθρώπων ή στον κοινωνικό ρατσισμό το γεγονός ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες αποκλείονται από την αγορά εργασίας.

μειονότητα = ομάδα ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους ως προς την καταγωγή, τα πιστεύω ή τη συμπεριφορά, αλλά με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά διαφοροποιούνται από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκουν

π.χ. Η Ελλάδα εφάρμοσε πολιτική αφομοίωσης της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.

αποδιοπομπαίος τράγος = ο άνθρωπος στον οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες άλλων

π.χ. Αποδιοπομπαίος τράγος φυσικά για την αύξηση της ανεργίας είναι οι μετανάστες.

  • Συνώνυμο: εξιλαστήριο θύμα

μισαλλοδοξία (μισώ + άλλος + δόξα = γνώμη) = το να μισεί κανείς όποιον έχει διαφορετικές ιδέες από τον ίδιο

π.χ. Είναι παράλογη η θρησκευτική μισαλλοδοξία που χαρακτηρίζει κάποιους λαούς, οι οποίοι προβαίνουν στον αφανισμό άλλων, μόνο και μόνο επειδή έχουν διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις.

  • Συνώνυμα: φανατισμός, δογματισμός, αδιαλλαξία
  • Αντώνυμα: ανεκτικότητα, διαλλακτικότητα

παρίας = άτομο που μειονεκτεί από άποψη πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που ζει στο κοινωνικό περιθώριο

π.χ. Η επιστημονική κοινότητα τον θεωρούσε παρία όσο ζούσε, λόγω της ανικανότητάς του να οργανώνει και να ανήκει σε ομάδες στοχαστών.

  • Συνώνυμα: περιθωριοποιημένος, περιθωριακός, απομονωμένος

δογματικός = αυτός που υποστηρίζει με επίμονο και απόλυτο τρόπο μια άποψη χωρίς να δέχεται αντιρρήσεις

π.χ. Δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του, είναι δογματικός και δε δέχεται τη διαφορετική άποψη.

  • Συνώνυμα: απόλυτος, μονολιθικός, αδιάλλακτος
  • Αντώνυμα: ελαστικός, διαλλακτικός

Φράσεις: δογματική άποψη, δογματική στάση

στιγματίζω = αποδοκιμάζω έντονα, επικρίνω κάποιον ή κάτι

π.χ. Οι πρώην φυλακισμένοι συχνά στιγματίζονται για πάντα από την υπόλοιπη κοινωνία.

  • Συνώνυμα: στηλιτεύω, καταδικάζω, καυτηριάζω, κηλιδώνω, αμαυρώνω, σπιλώνω
  • Αντώνυμα: επαινώ, επιδοκιμάζω

Φράσεις: στιγματίζω τη φήμη/ την τιμή/ την υπόληψη κάποιου

αλλοδαπός = αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα

π.χ. Οι αλλοδαποί μαθητές παρακολουθούν μαθήματα σε ειδικά τμήματα ένταξης, για να μάθουν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής.

  • Συνώνυμα: ξένος, αλλοεθνής
  • Αντώνυμα: ημεδαπός, ντόπιος, γηγενής, αυτόχθων

περιθωριοποίηση = η απομάκρυνση κάποιου προσώπου ή κάποιας κοινωνικής ομάδας, η τοποθέτηση στο περιθώριο

π.χ. Η περιθωριοποίηση των φορέων του AIDS είναι απαράδεκτη και παράλογη.

  • Συνώνυμα: παραμερισμός, παραγκωνισμός, υποσκελισμός
  • Αντώνυμα: ενσωμάτωση, ένταξη

ενσωμάτωση = η ένταξη κάποιου πράγματος/ ατόμου/ ομάδας μέσα σε ένα σύνολο, ώστε να αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα του και να δημιουργηθεί τελικά ένα ενιαίο σύνολο.

π.χ. Η ενσωμάτωση των αλλοδαπών σε μια κοινωνία γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.

  • Συνώνυμα: ένταξη, προσαρμογή, αφομοίωση
  • Αντώνυμα: περιθωριοποίηση, παραμερισμός, υποσκελισμός

Προσέχουμε παιδιά όταν μας ζητάνε να σχηματίσουμε προτάσεις με κάποιες λέξεις να φαίνεται μέσα από την πρόταση η σημασία της λέξης όσο αυτό είναι δυνατόν. Αν μας ζητήσουν για παράδειγμα να σχηματίσουμε φράση με τη λέξη δογματικός δε θα πούμε:

Είναι κακό να ’σαι δογματικός --> γιατί έτσι δε γίνεται αντιληπτή η σημασία της λέξης.

Θα πούμε όμως:

Δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του, είναι δογματικός και δε δέχεται τη διαφορετική άποψη. (για να καταλάβουμε ότι δογματικός είναι αυτός που εμμένει στη δική του άποψη και δε δέχεται άλλη).

Δες ολόκληρο το μάθημα και πολλά ακόμη μαθήματα στο https://app.brainy.gr/login